Ναταλία Μελά - Γλύπτρια
 
ΜΙΛΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΝΑΤΑΛΙΑ
ΕΡΓΑ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
VIDEOS
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
 
 
ΑΛΛΑΓΗ ΓΛΩΣΣΑΣENGLISH
 
 
Ναταλία Μελά - Γλύπτρια
Ναταλία Μελά - Γλύπτρια

Μιλούν για την Ναταλία > Νέλλη Ανδρικοπούλου

ΝΑΤΑΛΙΑ ΜΕΛΑ - Une force de la nature

 

Ήλιος, κατάστρωμα, αεράκι… Ξαπλωμένες σε δύο σεζλογκ, δυο γηραιές κυρίες ατενίζουμε τη θάλασσα.  Ηρεμία.  Δεν υπάρχουνε άλλες σεζλογκ.  Δεν υπάρχουνε άλλες κυρίες.  Το πλοίο είναι το ένα, το γνωστό.  Φορτίο του μόνον οι ζωές μας – τόσο μακριές! Το κύμα που γλιστρά έχει ήδη παρασύρει τα ογδόντα μας χρόνια – τα ογδόντα πέντε;  Δεν πειράζει.  Δεν φταίει κανείς.  Δεν έχει σημασία, μικρές-μεγάλες αναπηρίες ξεχνιούνται κάτω απ’ τις μάλλινες κουβέρτες μας.  Με τις κουβέντες.  Με το να μπορείς να κουβεντιάσεις.  Αυτό δεν είναι που θες, αυτό δεν είναι που θέλω;  Αυτό που κάναμε πάντα.

Από πότε το κάνουμε αυτό, Ναταλία;  Βάλε με νου σου απ’ το σαράντα τρία! Από την Κατοχή, απ’ τ’ ατελιέ του Τόμπρου στη Σχολή Καλών Τεχνών!. . .  Με πιάνει ανησυχία.  Μια ξαφνική απορία.  Μια φρικτή υποψία: Αλήθεια, πόσο γνωριζόμαστε;  Πόσο ξέρουμε η μία την άλλη;  Όσα ζήσαμε μαζί, όσα κάναμε, όσα είπαμε, όσα έχουμε ξεχάσει, όσα δεν μάθαμε ποτέ όλ’ αυτά τα χρόνια. . .  Ο χειμωνιάτικος ήλιος, το πέλαγος, ίσως και η ηλικία, μου τα ‘χουνε σβουρίσει όλα.  Έχω μιαν έξαλλη ανάγκη να μάθω.

Σπύρος Βικάτος, "Μιχαήλ Μελάς", λάδι σε καμβά [Συλλογή Ναταλίας Μελά]Νέλλη Ανδρικοπούλου: Πες τα μου ξανά, τα γνωστά, Ναταλία.  Μίλα μου γι’ αυτά που δεν ξέρω.  Θέλω να σε μάθω ξανά. 

Ναταλία Μελά: Μα τι θες να σου πω; 

Νέλλη: Ξεκίνα απ’ την αρχή. 

Ναταλία: Την αρχή δεν την ξέρω, έτσι που μου την είπανε φαίνεται πως τη μέρα που γεννήθηκα στην Κηφισιά, στις δέκα Ιουλίου του ‘23, κόπηκε ξαφνικά το ηλεκτρικό.  Έγινε σκοτάδι.  Τη μητέρα μου που είχε αρχίσει να γεννάει τη βάλανε πάνω στο τραπέζι του φαγητού, ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι που υπάρχει ακόμα.  Ο θείος μου ο Γιώργος ο Πεσμαζόγλου, που είχε ήδη αυτοκίνητο εκείνη την εποχή, το πήγε στο πίσω μέρος του σπιτιού κι εγώ γεννήθηκα κάτω από τα φανάρια του αυτoκινήτου.  Ο γέρος Λούρος ήταν ο γιατρός.  Μετά τα γεννητούρια ο πατέρας μου και όλοι οι κύριοι φύγανε και πήγανε σε μια ταβέρνα και τα κοπανίσανε.  Ήτανε η συνήθεια τέτοια.  Μεγάλη χαρά δηλαδή.

[Μεγαλύτερη ακόμα όταν πρόκειται για ένα κοινωνικό φαινόμενο.  Γιατί αυτό είναι πριν απ’ όλα η Ναταλία, με τις μεγάλες εμμονές, τις αντιφάσεις και τα ταλέντα της που φάνηκαν βέβαια με τον καιρό.]

Ναταλία: Έρχομαι από μια οικογένεια ιστορική.  Είμαι εγγονή του Παύλου Μελά, ο πατέρας μου ήταν ο γιος του.  Η μάνα μου ήταν κόρη Πεσμαζόγλου, κόρη του τραπεζίτη Ιωάννου Πεσμαζόγλου που έκανε την Εθνική Τράπεζα με τον Γεώργιο Σταύρο – αυτοί ερχόντουσαν από την Αλεξάνδρεια και παλιότερα από τη Μικρασία, την Καισαρεία – από την μεριά της μάνας μου η γιαγιά μου ήταν κόρη Μιαούλη, ήταν εγγονή του ήρωα του Μιαούλη.  Λοιπόν είχα όλα αυτά επάνω μου.  Και από την γιαγιά μου την άλλη, την Μελά, ήτανε Δραγούμηδες.  Διότι ήταν αδελφή του Ίωνος Δραγούμη και κόρη του Στέφανου Δραγούμη.

[Τα είχε λοιπόν «όλ’ αυτά επάνω της» η Ναταλία, σα να τη βούλιαζαν, όχι σα να τη στήριζαν από τα πρώτα χρόνια της ζωής της.  Ένιωθε να της προσθέτουν κάποια καθήκοντα, χωρίς να συνειδητοποιεί πόσα προβλήματα της επέλυαν πλαισιώνοντάς την μ’ αυτόν τον εξαίρετο τρόπο.]

Ναταλία: Μέναμε τότε χειμώνα-καλοκαίρι στην Κηφισιά.  Ήταν ένα σπιτάκι που είχε κτίσει ο παππούς μου, ο Παύλος Μελάς, σ’ ένα αρκετά μεγάλο κτήμα, τέσσερα στρέμματα.  Το σπίτι ήταν μικρό, τα σχέδια τα είχε κάνει ο παππούς μου επηρεασμένος από τα κτίρια της Οδυσσού.

Νέλλη: Ο νους μου πάει στο σπίτι του Τσέχωφ στη Γιάλτα.  Οι τζαμαρίες ήταν χρωματιστές;

Ναταλία: Όχι.  Είχε πολλά πεύκα στο περιβόλι, μεγάλα πεύκα, μερικά υπάρχουν ακόμα και πολλά κυκλάμινα που ανθίζανε τον Οκτώβριο και μάλιστα προσθέταμε κυκλάμινα ο πατέρας μου κι εγώ.  Όταν ήμουν μικρή ήταν παραδεισένιος τόπος για μένα.  Θυμάμαι τον εαυτό μου μέσα στο αυλάκι, όπου ερχόταν το νερό από το Κεφαλάρι για να ποτίζουμε το περιβόλι.  Το αυλάκι ήταν μεγάλη χαρά, έμπαινα με τα πόδια μου γυμνά μέσα στο αυλάκι κι ο πατέρας μου με πότιζε με το λάστιχο του περιβολιού και γινόταν μεγάλο γλέντι.

Νέλλη: Εκτός που ήταν μπαμπάς σου, ήταν και τόσο κομψός άντρας!!

Ναταλία: Ναι ήταν.  Την εποχή εκείνη ο πατέρας μου έφερνε στα γενέθλια μου, δέκα Ιουλίου, τον Σπαθάρη. . .  Ανάμεσα σε δύο δέντρα έβαζε ένα σεντόνι και το φώτιζε κι έπαιζε Καραγκιόζη, έπαιζε το Μεγαλέξαντρο και άλλα τέτοια και όλα τα παιδιά χειροκροτούσαμε.  Ο Καραγκιόζης ήτανε a treat.  Αυτά γινόντουσαν τότε. 
Να σου πω και άλλα.  Η μητέρα μου είχε μανία να φτιάχνει πράγματα.  Εκτός που πράγματα με τα χέρια της, εκείνη την εποχή δεν υπήρχανε εκολαπτήρες, όμως βρήκε τρόπο και έφερε ένα μηχάνημα που δούλευε με πετρέλαιο και έβαζε μέσα τριάντα αυγά και μετά από κάποιες μέρες βγαίνανε τα κοτόπουλα.  Αυτά τα κοτόπουλα δεν τα τρώγαμε, δεν τα σφάζαμε διότι δεν μπορούσαν να το υποφέρουν οι γονείς μου, τα χαρίζαμε σε διάφορους φίλους.  Κάποτε είχε βάλει μέσα και δύο αυγά από πάπιες, γεννήθηκαν τα παπάκια αυτά, που το ένα είχε κολλημένο επάνω στο κεφάλι του το τσόφλι του αυγού.  Είπαν τότε οι διάφοροι ότι το παπάκι δεν θα ζήσει, θα ψοφήσει, αλλά εγώ το λυπήθηκα, το πήρα και το τάισα, το παπάκι έζησε. 
Αυτός ήταν ο Δημητράκης ο Σκορδομβέκης, έτσι τον ονόμασε ο πατέρας μου.  Διότι έδινε αστεία ονόματα σε διάφορα.  Λοιπόν ο Δημητράκης ο Σκορδομβέκης – έτσι κάνουν τα παπάκια, ακολουθούν τον κύριό τους – με ακολουθούσε παντού.

Νέλλη: Ωραία, πάρα πολύ ωραία μου τα λες κι είναι πράματα που δεν τα ξέρω..

Ναταλία: Ένα μεγάλο δώρο που μου κάνανε οι γονείς μου, ο πατέρας μου ειδικά ο οποίος πήγαινε συχνά κυνήγι στη Μακεδονία με άλλους θαυμάσιους κυνηγούς της Αθήνας, και εκτός από πουλιά που φέρνανε και τρώγαμε πιλάφι, κάθε φορά ο πατέρας μου έφερνε κάτι διασκεδαστικό για μένα.  Το πιο ωραίο ήταν ένα ζωντανό ζαρκάδι.  Το είχαμε αμολήσει μέσα στον κήπο, στην Κηφισιά, και θυμάμαι ακόμα αυτή την υγρή μουσούδα τη μαύρη και τα γλυκύτατα μάτια που είχαν τεράστια ματοτσίνορα. . . 
Τα επτά πρώτα χρόνια της ζωής μου ήταν στην Κηφισιά.  Είχα νταντά Ναξιώτισσα που λεγότανε κυρά Μαρούσα.  Παρέμειναν μέσα στην οικογένεια η κόρη και οι εγγονές της.  Όταν γεννήθηκε ο αδελφός μου, κατεβήκαμε στην Αθήνα, στην οδό Ρηγίλλης 24.  Κάνανε πολύ μεγάλες χαρές, θυμάμαι στα βαφτίσια του ήρθαν κανόνια – ο πατέρας μου ήταν αξιωματικός του πυροβολικού. 
Τα πρώτα χρόνια της ζωής μου ζούσε και η γιαγιά μου, η Ναταλία Μελά μαζί μας.  Μου διηγιόταν σαν παραμύθια πολλά πράματα από τη μυθολογία και πολλοί ήρωες μου έχουνε κολλήσει από τότε.  Ο Κέκρωψ, ας πούμε, για μένα ήταν ένα πρόσωπο πολύ συμπαθητικό. . . .  η Αθηνά. . .  αλλά και άλλοι, όλ’ αυτά παίρνανε μια ζωή δική τους η οποία διατηρείται μέχρι σήμερα.  Μαζί της πήγαινα στο Μαρούσι, ζωγράφιζε sur email διάφορα ποτήρια και πιάτα – στον Καρδιακό, το σπουδαίο κεραμοποιό του Μαρουσιού.  Εκεί μου δίναν ένα μεγάλο κομμάτι πηλό.  Και τότε άρχισα να κάνω διάφορα κεφάλια – όπως τα φανταζόμουν, έκανα ένα είδος γλυπτικής και το έβρισκα εύκολο.
Θα σου πω άλλη μια ιστορία για μια αλεπού που ερχότανε και έκλεβε κοτόπουλα από το κοτέτσι της μάνας μου.  Είχαμε δει ότι είχε ανοίξει σ’ ένα μέρος μια τρύπα η αλεπού κι έμπαινε μέσα και έκλεβε από τις κότες τα κοτόπουλα.  Την είχα δει, με διασκέδαζε πάρα πολύ γιατί ήταν πολύ όμορφη, ήτανε φουντωτή η ουρά της, η οποία στεκόταν όρθια εντελώς και τρίγωνη η μουσούδα της με τα μάτια τα σχιστά έτσι προς τα επάνω, και πονηρή καθώς ήτανε μου άρεζε να τη βλέπω.  Δεν μίλησα.  Ε, μια, δυο, τρεις, το καταλάβανε οι γονείς μου, και κατά κάποιο τρόπο σκοτώθηκε η αλεπού ή από τον Μπόρρο ή με το όπλο του πατέρα μου.  Αλλά θυμάμαι ότι κατά κάποιον τρόπο αισθανόμουνα σα να κάναμε με την αλεπού μία συνομωσία.  Έτσι το’ βλεπα το πράγμα.

Νέλλη: Η ομορφιά μαζί με την πονηριά της σε γοήτευε.  Δεν έχεις αλλάξει καθόλου, Ναταλία:, εξακολουθείς ν’ αγαπάς τις συνομωσίες.  Έτσι κι αλλιώς μια κάποια παραβατικότητα είναι το αλάτι της ζωής.  Δεν την απέρριπτες την αλεπού.

Ναταλία: Δεν την απέρριπτα, όχι. 
Θυμάμαι και κάτι άλλο.  Είχαμε έναν περιβολάρη που ήταν Αρβανίτης, τον Μπύρρο κι ένα Ρώσο πρίγκιπα, ο οποίος ήταν ο σοφέρ – γιατί μετά είχαμε αποκτήσει και αυτοκίνητο, το οποίο οδηγούσε ο πατέρας και η μάνα μου.  Τους άρεζε πάρα πολύ να οδηγούν αυτοκίνητο.  Αυτός ο σοφέρ λεγόταν Αλέξης, έκανε καταπληκτικά πράγματα.  Ήταν ένας ευγενής Λευκορώσος αριστοκράτης.  Ο πατέρας μου μάζευε ρετσίνα γιατί κάθε φθινόπωρο έκανε κρασί.  Ο Αλέξης έπαιρνε ρετσίνα, την έβαζε σε μια παλιά κατσαρόλα και την έλιωνε και μετά έκανε ωραία σχήματα.  Θυμάμαι ότι είχε κάνει τον Σκορδομβέκη, τον ζωγράφιζε επάνω στην άμμο, που πατικώναμε ώστε να γίνει εντελώς λεία και μετά έχυνε τη λιωμένη ρετσίνα πάνω στο σχέδιο.  Έτσι για πρώτη φορά κατάλαβα πώς βγαίνει ένα καλούπι.  Το παπάκι έβγαινε ανάγλυφο. 
Η πρώτη Γαλλίδα που είχα ήταν η μαντάμ Ελέν, μια έκτακτη, πολύ συμπαθητική, με την οποία έμαθα και τα πρώτα γαλλικά.  Με τον μεσιέ Βιβιέ, που ήταν δάσκαλος του σχολείου μου – έκανα και χωριστά, μαζί του πήρα το μπακαλωρεά, το φυσιολογικό πριν απ’ τον πόλεμο, το τριάντα έξη.  Αυτός μου άνοιξε τα μάτια για να διαβάζω Γάλλους συγγραφείς. . .  και απάγγειλα και ποιήματα γαλλικά.

Νέλλη: Ως τότε σου άρεζε να είσαι ντυμένη σαν τ’ αγόρια.  Μετά όμως που έγινες δεσποινίς;

Ναταλία: Μετά άλλαξα αμφίεση, με έντυνε όμως ακόμα η μητέρα μου και φυσικά δεν μου άρεζαν τα πράγματα που μου έπαιρνε… γενικά δεν μου άρεσαν πολλοί φαρμπαλάδες και πολλά οργκαντί, και κάτι μανίκια φουσκωτά και κάτι κλος. Επίσης δεν μου άρεσαν τα παπούτσια που έπρεπε να φοράω, γιατί είχαμε αρχίσει να κάνουμε χορό.  Είχαμε τον Νιούλαντ που μας μάθαινε χορό.  Πηγαίναμε κάθε φορά σε ένα σπίτι.  Κάθε φορά σε άλλο.  Έπρεπε να φοράω μαύρα βερνικωμένα παπούτσια με ένα φιογκάκι μπροστά, με άσπρες κάλτσες.  Αυτά μ’ ενοχλούσανε και τα’ βρισκα σαχλά και κατώτερα του εαυτού μου.  Εγώ θεωρούσα τον εαυτό μου πολύ σπουδαίο.  Τέλος πάντων. 
Πήγαινα στου Μακρή, που έπαιζε μεγάλο ρολό στη ζωή μου, κι έμεινα εκεί ως και τη δευτέρα γυμνασίου, τότε δεν επετρέπετο για κορίτσια να μείνουν περισσότερο.  Με πήγαν στο γερμανικό για να μάθω και γερμανικά.  Ήταν μετά την άφιξη του Βασιλέως. 
Τελείωσα το σχολείο τη χρονιά του πολέμου, τότε είχα αρχίσει να έχω διάφορες περιέργειες, ιδίως πολιτικές περιέργειες, και είχα αρχίσει να είμαι πάρα πολύ εναντίον των γονέων μου.  Έβρισκα ότι παραήταν αριστοκράτες και ενοχλιόμουν. Ήθελα να είμαι παιδί του λαού.

Νέλλη: Έτσι, όλοι φανταστήκαμε ότι τα παιδιά του λαού ήταν κάτι εξαιρετικό.

Ναταλία: Όχι, εγώ αισθανόμουν ότι δεν ανήκα.  Ότι ήμουν απέξω απ’ τα πράματα.  Όταν ήμουν πιο μικρή ήθελα να φύγω απ’ το σπίτι μου και να τριγυρίζω, σαν τον sans famille, σαν τους τσιγγάνους.  Φανταζόμουν τη ζωή μου τσιγγάνικη.

Νέλλη: Αυτή είναι η διάθεση των εφήβων.  Της δραπέτευσης.  Αυτή είναι και η διάθεση, μετά, κάποιων πολύ γέρων ανθρώπων, οι οποίοι θέλουν να φύγουν, να πάνε να ξανακάνουν τη ζωή τους, να ζήσουν – είναι οι τελευταίες αναλαμπές.  Φεύγουν απ’ τα σπίτια τους, τρέχουνε δεξιά κι αριστερά…

Ναταλία: Ελπίζω να μην το κάνω τώρα.

Νέλλη: Ε, δεν ξέρουμε.  Ακόμα τα’ χουμε μπροστά μας Ναταλία, αυτά. . .

Ναταλία: Ε, άμα ξεμωράνω…

Νέλλη: Κάτι τέτοια κάνει ο άνθρωπος.

Ναταλία: Έγινε ο πόλεμος.  Πήγα νοσοκόμα.  Ενώ δεν ήταν της ηλικίας μου, κατόρθωσα να μπω διότι ήταν η μάνα μου και πήρα κι ένα δίπλωμα νοσοκομειακό και θυμάμαι ότι στην πρώτη εγχείρηση, που έγινε στην επιγονατίδα ενός στρατιώτη, λιποθύμησα.  Έβρισκα άσχημο να κάθομαι, να πρέπει να περιμένω ένα γαμπρό, διότι αυτό περίμεναν από μένα, και να φοράω ένα twin set μ’ένα rang de perles, ήτανε το όνειρο, ας πούμε.  Εγώ δεν ήμουν έτσι.

Νέλλη: Καλά έκανες.  Ευτυχώς.

Ναταλία: Λοιπόν, εγώ έπρεπε να παντρευτώ αξιοπρεπώς, να γίνω μια κυρία του καλού κόσμου και να ησυχάσω.

Νέλλη: Αυτό περίμεναν απ’ όλες μας.

Ναταλία: Ναι.  Λοιπόν το πρώτο πράμα που έκανα, επειδή δεν είχα βαθμό καλό για να μπω τουλάχιστον στην αρχαιολογία, στη φιλοσοφία που μ’ ενδιέφερε πολύ, γράφτηκα στα νομικά.  Τότε άλλαξε η ζωή μου εντελώς, γιατί μαζί με τα νομικά ήρθαν τα πολιτικά, οι επαναστάσεις κι έγινα κομουνίστρια.  Δηλαδή πρώτα στην ΕΠΟΝ.

Νέλλη: Ως τότε ήσουν Οδηγός;

Ναταλία: Ναι.  Ήμουν Οδηγός.  Στη Νομική βρέθηκα με όλους τους πρώην συμμαθητές μου του Μακρή και ήταν όλοι αριστεροί, τότε.  Μπήκαμε αμέσως στην ΕΠΟΝ, γραφτήκαμε, βρέθηκα μαζί με τον Κίτσο τον Μαλτέζο που μας οργάνωσε και με τον Αξελό, τον Άρη το Νικολετόπουλο, τον Άδωνι τον Κύρου και το Βίκτωρα το Μελά. 
Ήμουν πολύ φίλη τότε με τη Μαρία την Αναγνωστοπούλου, αργότερα Μαρία Φιλίνη – είχε πάρει το Φιλίνη, ο οποίος, όταν ήμασταν νέοι, έπαιζε τένις μαζί μου στο Τένις Κλάμπ.  Το τένις έπαιρνε κι έδινε εκείνη την εποχή, αλλά βεβαίως με τον πόλεμο σταμάτησε.  Έγινα πρωταθλήτρια της Ελλάδος στο τένις την ημέρα πριν απ’ τον Πόλεμο, στις 27 Οκτωβρίου του ΄40, στον Όμιλο Αντισφαιρίσεως στην Αθήνα, όπου ήμουν παίκτρια. 
Η Νομική Σχολή δεν μ’ ενδιέφερε πολύ, ήθελα να κάνω κάτι άλλο, κάτι που να έχει σχέση με τα χέρια μου – νόμιζα πως ήταν πιο εύκολο κιόλας. 
Θέλησα να μπω στη Σχολή Καλών Τεχνών.  Έδωσα μυστικά εξετάσεις εκεί, διότι οι γονείς μου δεν ήταν σύμφωνοι.

Νέλλη: Ποια χρονιά;

Ναταλία: Το ’42.

Νέλλη: Το ’43 ήμασταν μαζί στον Τόμπρο.  Τότε γνωριστήκαμε.

Ναταλία: Ωραία.  Το ’42 μπήκα στη Σχολή Καλών Τεχνών, με βοήθησε η Τζένη η Μανούση, στου Δημητριάδη το εργαστήρι όπου και εργάστηκα ένα χρόνο και τον επόμενο χρόνο βρεθήκαμε όλοι μαζί στου Τόμπρου, η παρέα μου, δηλαδή με άλλους σπουδαστές – εσύ, η Μπούμπα, η Λυμπεράκη, ο Νίκος ο Κούνδουρος, η Τσούχλου, ο Βάσος ο Καπάνταης, ο οποίος ήρθε και αυτός μαζί μου από του Δημητριάδη – οι άλλοι ήταν ήδη στον Τόμπρο. 
Μου έκανε εντύπωση η αμορφωσιά των παιδιών τότε και δεν μπορούσα να καταλάβω πώς είναι δυνατόν αυτοί να γίνουν καλλιτέχνες… Εμείς ήμασταν πολύ διαφορετικές.  Έλαμπε ο Βάσος Καπάνταης, αυτό το παιδί ήταν συγχρόνως και φοιτητής στη Φιλοσοφική Σχολή, δεν είχε φράγκο και ζούσε και τη μάνα του.  Το Βάσο τον θαύμαζα πολύ.  Ήταν ο καλύτερος μαθητής του Δημητριάδη.  Μαζί μου ήταν πάντα πολύ ευγενής, ήταν ένας Δον Κιχώτης. 
Το ’48 τελείωσα τη Σχολή Καλών Τεχνών.  Εν τω μεταξύ έγιναν πολλά.  Πρώτα μπήκαμε στην ΕΠΟΝ.  Μετά για να μπω στο Κομουνιστικό Κόμμα έπρεπε να αποδείξω ότι ήμουνα ώριμη κομουνίστρια.  Τότε πηγαίναμε εκδρομές και περιπάτους.  Φαντάσου ότι ο Αξελός και ο Κύρου μ’ έβαλαν να φτύσω επάνω στις εικόνες της Μονής στην Καισαριανή για ν’ αποδείξω ότι δεν πιστεύω.  Μετά γράφτηκα στο Κομουνιστικό Κόμμα.

Νέλλη: Ποια χρονιά;

Ναταλία: Ξέρω γω; . . .  Τις συνομωσίες τις κάναμε στο κάτω μέρος του Ζαππείου, όπου υπήρχε ένα δασάκι, καθόμασταν στα παγκάκια και βυσσοδομούσαμε. 
Έβλεπα τότε τον Κίτσο Μαλτέζο, τον οποίο πολύ θαύμαζα, ήταν και ποιητής και ομορφάνθρωπος, κατά κάποιον τρόπο αυτός μας είχε εγγράψει στο κόμμα.  Μια μέρα αυτός κατέβαινε και εγώ ανέβαινα την Ηρώδου του Αττικού και μου λέει «Ναταλία να φύγεις από το ΚΚ, πρέπει να φύγεις, διότι θα ματοκυλιστούμε».  Και του απάντησα εγώ «Τι σαχλαμάρες λες, θα ματοκυλιστούμε, τι κάνεις τώρα, φιλολογία; » Θα ματοκυλιστούμε! Δεν μ’άρεσε αυτό, εγώ θα έλεγα «θα αιματοκυλιστούμε», όχι πως ήμουν καθαρευουσιάνα, κάθε άλλο.  Έφυγε, και επέμενε ότι θα γίνουν φασαρίες.  Το διαισθανόμουνα, είχα αρχίσει να καταλαβαίνω ότι ορισμένα πράματα δεν μου πήγαιναν καλά, καταλάβαινα ότι δεν τους ενδιέφερε απλώς να διώξουμε τους Γερμανούς και τους Ιταλούς. 
Ο Κίτσος κατέβαινε και συνέχισε το δρόμου του κι έτσι ήταν η τελευταία φορά που τον είδα.  Διότι περίπου μια βδομάδα μετά τον σκοτώσανε, στη γωνία Όλγας, μπροστά στο άγαλμα του Βύρωνος. 
Θυμάμαι ότι εγώ καθόμουν στο μεγάλο» πλάτανο, στο τέρμα του Ζαππείου μαζί με τον Αντρέα τον Καμπά με τον οποίο τα είχα τότε – γιατί είχα αρχίσει να έχω ιστορίες – και ακούσαμε τον πυροβολισμό ή δυο-τρεις πυροβολισμούς και μετά τρεχαλητά μέσα στο δασάκι στο κάτω μέρος του Ζαππείου.  Βγήκαμε στη λεωφόρο και είδαμε έναν άνθρωπο να σφαδάζει στο πεζοδρόμιο, εκεί που είναι τώρα το άγαλμα του Βύρωνα. 
Δεν κατάλαβα ποιος ήτανε, διότι με άρπαξε ο Ανδρέας και μου λέει «πάμε, πάμε να φύγουμε», φοβόταν, και το βάλαμε στα πόδια, εγώ πήγα σπίτι μου κι εκείνος σπίτι του.  Στο σπίτι μου έλαβα ένα τηλεφώνημα από τη Λίζα τη Σκουζέ, η οποία έμενε απέναντι μου, λέει «Ναταλία:, σκοτώσανε τον τελευταίο Μακρυγιάννη».  «Ποιος είναι αυτός; » Μου λέει «Τον ξέρεις, είναι φίλος, είναι ο Κίτσος ο Μαλτέζος» «Α», λέω, «δεν είναι δυνατόν».  Λέει «Ναι, τώρα, στο Ζάππειο». 
Μετά από αυτό το γεγονός έφυγα από το Κόμμα.

Νέλλη: Έφυγες δηλαδή χωρίς καμιά διαδικασία;

Ναταλία: Ναι.  Ούτε μου ξαναμιλήσανε, ούτε τους ξαναμίλησα.  Ούτε πήγα εκεί που μαζευόντουσαν, δεν ξαναπήγα ποτέ.

Νέλλη: Ήθελα να ξέρω ένα πράμα.  Εσύ ήσουνα κορίτσι, καλά. . .  Όταν αποφάσιζε κανείς να φύγει απ’ το κόμμα, διέτρεχε κάποιον κίνδυνο;

Ναταλία: Ναι, βεβαίως, αν ήτανε σημαίνον πρόσωπο, όπως ήτανε πολλοί από τους συναδέλφους μου.

Νέλλη: Ο Άδωνις, ο Αξελός ήτανε;

Ναταλία: Βέβαια ήτανε.  Ο Αξελός ήταν στο Κόμμα, ο Άδωνις ήταν στο Κόμμα, είχαν σημασία, ήταν ηγετικά στελέχη, ξέραν να μιλήσουνε, θαυμαστοί δηλαδή, είχανε διαβάσει τον Μαρξ και τον παίζανε στα δάχτυλα, εγώ τον διάβαζα μεν, αλλά δεν καταλάβαινα τίποτα. 
Εκείνη την εποχή ήμουν βουτηγμένη και στα καλλιτεχνικά, οι παρέες μου ήταν καλλιτεχνικές.  Είχα αρχίσει να έχω σχέσεις με καλλιτέχνες προοδευτικούς.  Ήθελα να είμαι και εγώ προοδευτική.  Εκεί που κατοικώ τώρα Βασιλίσσης Σοφίας 4, επάνω επάνω ήτανε πλυσταριά.  Εκεί άρχισα να δουλεύω με γύψους και πηλό.  Με πολύ συντηρητικό τρόπο, έφτιαχνα αγάλματα και προτομές. 
Αργότερα κάηκαν αυτά τα πλυσταριά – είχε μείνει κάτω στην αυλή ο στάβλος, στην οδό Μουρούζη.  Έγινε το εργαστήρι μου, όπου και βρίσκομαι ακόμα και εργάζομαι. 
Εκεί πια άρχισαν να έρχονται πολλοί άνθρωποι, καλές παρέες, ο Τσαρούχης, ο Εγγονόπουλος, ο Μόραλης και ποιητές, ο Αντρέας ο Εμπειρίκος, που ήταν και φίλος του πατέρα μου.  Τον ήξερα από το σπίτι, ερχόταν συχνά και μας απάγγειλε το «Δεν έχουμε κυδώνια», γινόταν μεγάλο γλέντι μες στο σπίτι.  Όταν ερχόταν, ο πατέρας μου, που είχε χιούμορ, φώναζε δυνατά «Δεν έχουμε κυδώνια, Αντρέα».  Το δεν έχουμε κυδώνια ήταν από κάτι που είχε ανεβεί τότε στην επιθεώρηση, μαζί με τον Εγγονόπουλο. . .

Νέλλη: Ο Δισεγγονόπουλος και ο Μπιρμπιρίκος.

Ναταλία: Καλά λες, και ήταν πολύ αστείο γιατί είχε χιούμορ ο Αντρέας και είχε αρχίσει να κάνει τον ψυχαναλυτή.  Πήγαινα σπίτι του κάθε Σάββατο, μαζευόμασταν εκεί ο Γκάτσος, ο Σαχτούρης, ο Ελύτης, ο Καββαδίας, ο Αντωνίου, ο Καραντώνης, ο Κατσίμπαλης, ο οποίος μια φορά με παρουσίασε στους φίλους του στου Απότσου: «Να και η μικρή Ναταλία Μελά, βασιλοκομουνίστρια».  Και έμεινε. 
Είχα την τύχη και ίσως είχα μια διαίσθηση, με ποιους ανθρώπους θα ήμουν πιο κοντά.  Νομίζω ότι αυτή η παρέα, του ΑΡΜΟΥ, ήταν άνθρωποι αξιόλογοι. 
Συγχρόνως άρχισα να κάνω τη δουλειά μου σαν επάγγελμα, διότι μου ήρθαν και μερικές παραγγελίες, έκανα το κεφάλι του Αλέκου του Ξύδη, σε μάρμαρο μάλιστα.  Θυμάμαι τις βλακείες που λέγαμε τότε, να μην τύχει και κάνουμε τρύπες μέσα στο υλικό μας, έπρεπε όλα να είναι μονοκόμματα και πολύ γεμάτα, και τον θαυμασμό μας για την αιγυπτιακή γλυπτική την οποία προσπαθούσαμε να μιμηθούμε.

Νέλλη: Το μότο ήτανε ότι το άγαλμα πρέπει να πατάει. . .

Ναταλία: Να μάθουμε να το στήνουμε σωστά – του Τόμπρου τα μαθήματα – αλλά εμένα ο Τόμπρος δεν μου άρεσε πια, ήθελα να κάνω πιο προχωρημένα πράματα και πήγα στο εργαστήρι του Απάρτη.  Ο Απάρτης δεν ήταν τότε καθηγητής, ήταν ελεύθερος επαγγελματίας.  Στην αρχή είχα αρχίσει να σκουπίζω το εργαστήρι.  Είχε έρθει ο Τσαρούχης και μας μάθαινε σχέδιο.  Είχαμε ένα μοντέλο γυμνό που το πληρώναμε όλοι μαζί.  Κι άρχισα να θαυμάζω το Γιάννη Τσαρούχη.  Είχε τις ιδέες του κι ένα χιούμορ φοβερό, και θυμάμαι όταν αργότερα πήγα μαζί με τον Άρη σε μια συγκέντρωση, όπου μας είχαν καλέσει, είπε ο Τσαρούχης: «Να κι ο Μπενβενούτο Τσελλίνι με τον Σαβαναρόλα!» Ο Σαβαναρόλα ήταν βέβαια ο Άρης, κι ο Τσελλίνι εγώ.  Αισθανόμουν ότι δεν είχα αρκετό ταλέντο και προσπαθούσα με χίλιους τρόπους να κερδίσω αυτό το πράγμα.  Τότε έμαθα να κάνω γλυπτική. 
Εκεί επάνω ερωτεύθηκα τον Άρη τον Κωνσταντινίδη και τον παντρεύτηκα.  Ήταν μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή μου.  Είχε πεθάνει ο πατέρας μου το ’50.  Παντρεύτηκα το ’51, έκανα αμέσως δύο παιδιά, τον Δημήτρη το ‘52 και την Αλεξάντρα το ‘54.  Τότε ήμουν» μητέρα, δεν μ’ ένοιαζε πια τίποτε, μόνο τα παιδιά.  Για δέκα χρόνια δεν δούλεψα. 
Εν τω μεταξύ είχαν έρθει διάφοροι από τη Γαλλία.  Μου έκανε εντύπωση ο Κουλεντιανός που είχε μάθει να δουλεύει με το οξυγόνο.  Ήταν και η εποχή της αφηρημένης τέχνης, κι αυτό με τράβηξε κάποτε αλλά δεν πέτυχα τίποτε, διότι δεν ήξερα πότε να τελειώσω.  Ξεκινούσα ένα πράγμα, έβαζα ένα τρίγωνο επάνω στ’ άλλο, δεν μ’ ενδιέφερε, βαριόμουν. 
Θέλησα να μάθω να οξυγονοκολλώ.  Πήγα σε μια Σχολή στο Παλαιό Φάληρο.  Έμεινα μόνο τρεις μήνες για να πάρω ένα δίπλωμα οξυγονοκολλητού, επειδή τότε ήμουν νέα και νόστιμη και είχαν αρχίσει να με πειράζουν, διότι εκεί μέσα δεν υπήρχε άλλη γυναίκα, ήμουν μόνο εγώ.

Νέλλη: Δεν παράτησες όμως τα άλλα υλικά τότε για να κάνεις μόνο οξυγονοκολλήσεις ...

Ναταλία:   Όχι.  Θέλω να σου μιλήσω Νελλάκι μου για τα υλικά, τα οποία παίξανε μεγάλο ρόλο στη ζωή μου.  Ως μια εποχή, όπως ξέρεις, δούλευα περισσότερο τον πηλό, το γύψο, και το όνειρό μου ήταν να δουλέψω σε μάρμαρο.  Οι πρώτες δουλειές που έκανα σε μάρμαρο, που λογάριαζαν για μένα, ήταν δουλειές που έκανα με τον Πικιώνη.  Έκανα μια μεγάλη βρύση που ήταν συγχρόνως και μνημείο πεσόντων για τους νεκρούς, για το Λεόντιον της Νεμέας στην Πελοπόννησο.  Αυτό έγινε με σχέδια που μου είχε δώσει ο Πικιώνης.  Πριν από αυτό είχα κάνει το μνήμα του Χρυσάνθου.  Ο Μητροπολίτης Αθηνών, που τον έλεγαν ο πρίγκιπας της Εκκλησίας, κατήγετο από την Προύσα, ήταν πρόσωπο μυθικό.  Θυμάμαι τα μαθήματα που μου έδινε ο Πικιώνης για να δουλεύω το μάρμαρο – ανέβαινα σε ένα ικρίωμα που είχε κατασκευάσει, όπως έπεφτε το φως εκεί επάνω μου’ λέγε «πιο δυνατά, πιο οξεία».

Νέλλη: Ποια εποχή, Ναταλία;  Εγώ δεν σ’ έβλεπα επί τέσσερα χρόνια, ο Εγγονόπουλος με είχε απομονώσει, δεν ήθελε να βλέπω κανέναν.

Ναταλία: Τον Πικιώνη τον έβλεπα τότε κάθε μέρα – ήταν πριν γεννηθούν τα παιδιά, πριν το ‘52.  Θυμάμαι τον ενθουσιασμό μου για το μάρμαρο.  Το πώς πέφτει η σκιά, το πώς πέφτει επάνω το φως, το πώς πρέπει να είναι πιο έντονο σ’ ορισμένα σημεία, το πώς μπορούσα να σκάψω μέσα στο μάρμαρο. 
Εγώ νόμιζα ότι το μάρμαρο πρέπει να γίνει όπως γινόταν την αρχαία εποχή, κι ακόμα παλιότερα στα αιγυπτιακά ας πούμε, ήταν η μανία μου τότε να μην κάνω τρύπα μέσα στο μάρμαρο, κι όλες αυτές οι βλακείες τις οποίες λέγανε.  Αντίθετα ο Πικιώνης μου είπε να κάνω και τρύπες. 
Κι έτσι κατάλαβα κι εγώ πόσο λογαριάζει το αντικείμενο αυτό καθ’ εαυτό, και όχι οι θεωρίες.  Κι έτσι ανακάλυψα ότι μπορούσα να κάνω άγαλμα ολόγλυφο σκάβοντας μέσα στο μάρμαρο, κάνοντας taille directe. 
Παίρνω ένα κομμάτι μάρμαρο κι αρχίζω να το χτυπάω και να δουλεύω κατευθείαν, όχι με το μηχάνημα που αντιγράφει – αυτό μάλλον σκοτώνει το μάρμαρο.  Άλλο είναι το μάρμαρο, κι άλλο ο γύψος.  Έμαθα να αγαπάω πάρα πολύ τα υλικά με τα οποία δούλευα. 
Το μέταλλο είναι όπλο – πρέπει κάπου να γυαλίζει, να φαίνεται ότι είναι μέταλλο, να λειτουργεί σαν μέταλλο.  Το υλικό να διακρίνεται.  Το μάρμαρο είναι πέτρα, είναι βράχος.  Με την αφαίρεση δίνεις σχήμα. 
Στο χυτήριο το πράγμα είναι διαφορετικό.  Κάνεις ένα έργο στο γύψο ή στον πηλό και το πας στο χυτήριο.  Θυμάμαι όταν έφτιαξα τη Μπουμπουλίνα πόσο πολύ δούλεψα μετά το χύσιμο σφυρηλατώντας την για να ζωντανέψει.

Νέλλη: Κι από λεφτά Ναταλία, οικονομικά πως τα πήγαινες; Δεν ήταν τότε σαν σήμερα οι οικογένειες, δεν δίναν λεφτά στα παιδιά τους, ιδίως στα κορίτσια.

Ναταλία:  Από τους πρώτους θαυμαστές μου, που αγόρασαν έργα μου, ήταν ο Ντασέν και η Μελίνα.  Στην έκθεσή μου στην γκαλερί Ώρα είχα την τύχη να γνωρίσω την Αννέτ Σλουμπερζέ.  Ήταν μια καταπληκτική γριούλα μ’ ένα μπαστουνάκι και γύριζε γύρω γύρω και κοίταζε τα έργα μου… Αρκετή ώρα.  Και με πλησίασε και είπε: «Θα μπορούσα να δω τον υπεύθυνο της γκαλερί;  Θα ήθελα ν’ αγοράσω αυτό, αυτό, αυτό, κι αυτό», πέντε κομμάτια διάλεξε την πρώτη στιγμή, τα μεγαλύτερα και τα πιο ακριβά. 
Μετά κατάλαβα ότι ήταν μεγάλη συλλέκτρια.  Είχε μία από τις πιο μεγάλες βιβλιοθήκες στη Φοντασιόν ντε Τρεΐγ κι ένα μέγαρο μουσικής στην Τουρ Τουρ, όπου και στήθηκαν αυτά τα γλυπτά. 
Αργότερα αγόρασε κι άλλα γλυπτά μου κι έκανε μία μεγάλη δωρεά στο Δήμο Σπετσών.  Δημιούργησε ένα περίπατο στην περιοχή του φάρου, όπου και τοποθετήθηκαν.

Νέλλη: Ενώ η Μπουμπουλίνα ήταν ήδη στημένη στο λιμάνι των Σπετσών.

Ναταλία:  Κάθε φορά που έχω να στήσω ένα μνημείο, έχω τρομερό άγχος.  Αισθάνομαι φοβερά υπεύθυνη γι’ αυτό που θα βγει.  Πρέπει αυτό που κάνω να είναι ακριβώς έτσι όπως το φαντάζομαι, κάτι ωραίο, κάτι που να τραβάει τον άνθρωπο και που ν’ αξίζει στον ήρωα, να του είναι αντάξιο.  Γιατί τα μνημεία τα κάνεις για κάποιον ήρωα.  Αυτό με βάραινε πάρα πολύ, ιδίως όταν έφτιανα το άγαλμα του παππού μου.

Νέλλη: Πόσα αγάλματα έχεις κάνει του παππού σου;

Ναταλία: Έχω κάνει τέσσερα μνημεία.  Το ένα είναι εδώ στην Κηφισιά, στο Κεφαλάρι.  Τα άλλα δύο είναι στη Θεσσαλονίκη, το τέταρτο είναι στην Ήπειρο, σ’ ένα μέρος απ’ όπου κατάγεται η οικογένειά μου, στην Παηδονιά, πιο ψηλά απ’ τα Γιάννενα. 
Θυμάσαι Νελλάκι την εποχή που βλεπόμασταν σχεδόν κάθε μέρα στο ατελιέ;  Είχαμε βάλει ένα μοντέλο γυμνό και το πληρώναμε όλοι μαζί.  Υπήρχαν τρεις τοίχοι, μπαίνοντας δεξιά ο τοίχος που είχε σχεδιάσει ο Τσαρούχης έναν άγγελο και είχε γράψει από κάτω και τα τραγούδια λόγια ’ναι, τα λεν οι παθιασμένοι, θέλουν να διώξουν το κακό μα το κακό δεν βγαίνει.  Στον απέναντι τοίχο είχαν γράψει διάφοροι.  Η Λύντια Στεφάνου είχε γράψει – ήταν η εποχή που διαβάζαμε Έλλιοτ, την Έρημη Χώρα – Madame Sosostris, famous clairvoyante, had a bad cold.  Ο Κούνδουρος είχε γράψει Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται.  Ένας φίλος μου ναυτικός είχε ζωγραφίσει μονοκοντυλιά ένα πουλί, ένα όρνεο, κι είχε γράψει 8 in.  long, καταλαβαίνεις τι εννοούσε. . .

Νέλλη: Μάλιστα.  Το πουλί το πετάμενο! Θυμάσαι εκείνο το επεισόδιο όταν, το ‘48 ή το ‘49, είχε έρθει ο αμερικανός στρατηγός Van Fleet, αρχηγός της αμερικανικής Στρατιωτικής Αποστολής και οι γονείς σου ήταν καλεσμένοι να πάνε στη Μεγάλη Βρετανία σ’ ένα μεγάλο δείπνο, κι έτυχε να λείπουν εκείνη την μέρα, κι αποφασίσατε να μεταμφιεσθείτε, να κάνεις εσύ τη μαμά σου κι ο Μίνως ο Αργυράκης να παραστήσει τον πατέρα σου, κι αντί για τους γονείς σου να πάτε εσείς οι δύο;

Ναταλία: Το θυμάμαι πολύ καλά. . .  Κι επειδή τότε ο Μίνως ήταν αρκετά ρυπαρός, τον βάλαμε γυμνό επάνω στο καβαλέτο το μεγάλο, τον πλύναμε με σαπουνάδα και μετά φόρεσε το φράκο του πατέρα μου, φόρεσε και τα παράσημα, εγώ δε φόρεσα μια βραδινή τουαλέτα έξωμο της μάνας μου με ντεκολτέ στην πλάτη, και σηκωθήκαμε και πήγαμε – φαντάσου τι πράματα κάναμε εκείνη την εποχή! Πήγαμε στη Μεγάλη Βρετανία, εκείνος κάθισε δεξιά της γυναίκας του στρατηγού, εγώ απέναντι – ήταν πάρα πολύς κόσμος – και κάποια στιγμή αυτή φώναξε στον άντρα της: «Dear, dear, General Melas is not only a brave general, he is also a wonderful cartoonist!» – ο Μίνως θα ζωγράφιζε κείνη την ώρα επάνω στα πιάτα ή στις λινές πετσέτες!... 
Θυμάσαι που στο ατελιέ μου είχαμε και μια σόμπα στρογγυλή, απ’ αυτές τις παλιές τις γαλλικές που καίγανε κάρβουνο, αυτή τη λέγαμε Μαντάμ Ποπόφ καθώς ήταν έτσι στρογγυλή.  Μπροστά στην Ποπόφ είχαμε μια λεοντή από αληθινή λεοπάρδαλη που είχε και κεφάλι, εκεί καθόμασταν σταυροπόδι ή ξαπλωμένες.  Αργότερα η λεοντή αυτή ανέβηκε στον καναπέ και μετά τον καναπέ ανέβηκε στον τοίχο, την είχα καρφωμένη, κι επάνω από τη λεοντή είχε ζωγραφίσει ο Τσαρούχης τον άγγελο.  Ερχόντουσαν οι διάφοροι, ο Ελύτης, ο Λίκος, και όλοι καθόμασταν με τις ώρες, και νύχτα και κουβεντιάζαμε περί τέχνης. 
Θυμάσαι και που ήμασταν στο Μαρμάρι, και που ζωγράφιζες μια ελιά.  Είχες δώσει και βάθος, είχες κάνει τους Πεταλιούς που φαινόντουσαν από μακριά, είχες δώσει μια προοπτική στη θάλασσα κάνοντας κάπως ένα τετράγωνο προοπτικό, κι εγώ το ζήλεψα φοβερά αυτό το πράγμα.

Νέλλη: Στη ζήλια ήσουν πρώτη και καλύτερη.  Ανταγωνιστική, φοβερά.

Ναταλία: Πάρα πολύ.  Ήθελα πάρα πολύ να μπορούσα να σχεδιάζω έτσι.  Κι εγώ δεν μπορούσα.  Και μπορώ να σου πω ότι τ ό τ ε ανακάλυψα ότι μπορώ να κόψω ένα χαρτί και να το βάλω εδώ ή εδώ, να το κάνω λίγο πιο λοξό, έτσι ώστε να δώσω κάποια προοπτική.  Επίσης θυμάμαι τα χρώματα που μεταχειριζόσουν.  Είχες βάλει κάτι πινελιές χοντροκόκκινο, είχες βάλει βέβαια κι ένα μπλε μέσα στα φύλλα της ελιάς, που έμοιαζε έτσι σα ν’ασημίζει η ελιά από πάνω, κι αυτά τα ζήλευα φοβερά.  Εγώ έκανα τον κορμό μαύρο κι από πάνω έβαζα κάτι σαν γκρίζο για να κάνω την ελιά, αλλά δεν το πετύχαινα.  Ενώ εσύ το πετύχαινες. 
Ανακάλυψα λοιπόν ότι σχεδιάζω πιο καλά με το ψαλίδι παρά με το μολύβι.  Όταν σχεδίαζα με το ψαλίδι, το σχέδιο έβγαινε πιο ανάγλυφο και σκέφτηκα ότι θα μπορούσα ίσως να κάνω ζωγραφική, πράγμα που δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, ήμουν ατζαμής.  Θυμάσαι που σε θαύμαζα εσένα, πάρα πολύ.  Κόβοντας λοιπόν χαρτιά, έκανα σχήματα αρκετά ενδιαφέροντα, κι έτσι ανακάλυψα ότι και ο Πικάσο έκανε το ίδιο πράγμα.  Διότι μπορούσες να πάρεις ένα σχέδιο, να το μετακινήσεις στο τετράγωνο που έχεις μπροστά σου και να σχηματίσεις ένα πίνακα, και να δώσεις και μήκος και φάρδος και πλάτος.  Διότι με το ψαλίδισμα μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα.  Έτσι έκανα τα κολάζ. 
Έπαιρνα τα χρώματα του βαρελιού, τα κύρια, τα πολυγνώτεια, και έβαφα επάνω στις εφημερίδες.  Άφηνα και πινελιές ελεύθερες ώστε ανάμεσα να φαίνονται κάποτε και τα γράμματα, πράγμα που μου ’δίνε και φως και σκιά και μια αναγλυφικότητα.  Έτσι έχω κάνει όλα αυτά τα κολάζ που γνωρίζεις.  Επίσης μ’ άρεζε να ετοιμάζω την παλέτα μου από πριν.  Ήξερα δηλαδή ότι θα βάλω αυτό το μπλε, αυτό το μαύρο, αυτό το κίτρινο και ήταν πάντοτε φτιαγμένα μ’ αυτά τα τέσσερα-πέντε χρώματα.

Νέλλη: Επέλεγες τα χρώματα, αλλά και τους τόνους.  Αυτό είχε σημασία, αυτό έκαναν οι βυζαντινοί που δεν μεταχειρίζονταν παλέτα.  Όμως εσύ τα δούλευες αλλιώς.

Ναταλία: Ετοίμαζα τα χρώματα από πριν, μπογιάντιζα επιφάνειες από εφημερίδες, από χαρτιά, μετά τις ψαλίδιζα, τις ένωνα και έκανα τα κολάζ.  Τα πιο ενδιαφέροντα κολάζ που έχω κάνει τα έκανα στις Σπέτσες.  Δεν ξέρω γιατί αυτό το μέρος με έχει εμπνεύσει πάρα πολύ.

[Θυμάμαι ψαροπέδιλα ν’ αφρίζουν τη θάλασσα. Η Ναταλία διασχίζει το Παλιό Λιμάνι κολυμπώντας.  Προς τι να τρέχει τώρα γύρω γύρω;  Αν και της αρέσει να περνάει από το καρνάγιο να βλέπει το σκαρί το μίνιο και τα σκόρπια καρφιά στο χώμα.  Εκείνο το ελάχιστο χρώμα της σκουριάς.  Τώρα, γυνή πλέουσα, προχωρεί σπρώχνοντας μπροστά της το καλαθάκι με τα εργαλεία της και το γύψο.  Σε λίγο θα κάθεται στο βραχάκι απορροφημένη στριφογυρίζοντας στα χέρια της το γύψινο κεφάλι της γοργόνας.  Άλλη η δουλειά του σίδερου στο ατελιέ, άλλη του γύψου δίπλα στο βραχάκι.  Βγαίνει στον ήλιο κι ένα καβουράκι κάπου κάπου.  Περνάει και το μεσημέρι και γλιτώνεις το φαγητό που χοντραίνει. 
Παντού μπορεί να δουλέψει κανείς, και πάντα.  Τουλάχιστον η Ναταλία μπορεί.  Δεν θα λείψει να το κάνει. 
Ο νους της μηχανεύεται.  Της αρέσει πολύ να μηχανεύεται.  Ένα κάρο πονηριές.  Ένα μηχανάκι τρελό με τρεις ρόδες.  Ένα προσωπικό μεταφορικό μέσο άνετα διαρρυθμισμένο, να την πηγαίνει όπου θέλει. 
Είναι αλήθεια πως υπάρχουν άνθρωποι των προβλημάτων, που θα κάνουν μια πολύ σπουδαία, πολύ βαρετή δουλειά σ’ όλη τους τη ζωή.  Θα σκέφτονται, θα σκέφτονται.  Πού θα καταλήγουν;  Η Ναταλία τους καταλαβαίνει ακροθιγώς, ώρες ώρες.  Τους θαυμάζει – πιστεύει πως πρέπει να τους θαυμάζει – τους ζηλεύει φριχτά.  Ζηλεύει κάθε τι που δεν είναι η ίδια, κάθε τι που δεν έχει.  Υπάρχουν όμως και οι άνθρωποι των λύσεων.  Οι δουλειές τους, μικρές-μεγάλες, είναι πιο σύντομες.  Κάτι φτιάχνουν.  Η Ναταλία φτιάχνει το τρίκυκλο και το στολίζει.]

Ναταλία: Επίσης είχα πάει στην Ολλανδία, στη Χάγη και είχα δει το πανόραμα του Μέζντακ.  Ζήλεψα πάρα πολύ, το θεωρώ πολύ μεγάλο έργο και ήθελα κι εγώ να κάνω ένα πανοραμικό των Σπετσών.  Έτσι έκανα αυτό το μεγάλο που γνωρίζεις και θαρρώ σου αρέσει. . .

Νέλλη: Όχι μόνο μου αρέσει, Ναταλία, δεν χορταίνω να το κοιτώ.  Κάθε που έρχομαι σπίτι σου, κάθομαι αντίκρυ του και θαυμάζω τη μαστοριά σου, πώς μπόρεσες με το ψαλίδι ν’ αποδώσεις τόσο τέλεια αυτό το μίνιο σκαρί του καϊκιού.  Πού βρίσκεται το ταλέντο σου τέλος πάντων, στο νου σου, στο μάτι σου, στο χέρι σου ή σ’ αυτό το μαγικό ψαλίδι;  Αλλά μάλλον θα βρίσκεται στην καρδιά σου.  Έχεις ανασυνθέσει το Παλιό Λιμάνι κατά τη χρεία σου, όπως θα έκανε ο Γκρέκο, με μεγάλη ευρηματικότητα, με τα πιο λιτά, τα πιο σκληρά και τρυφερά μέσα, απ’ τα σκαριά του καρνάγιου περνώντας απ’ το απέριττο άσπρο σπίτι και τα ξεροχώραφα μέχρι το φάρο.  Μπράβο σου!

Ναταλία: Ναι, οι Σπέτσες υπήρξαν για μένα ένα πολύ σημαντικό νησί.  Εκεί έκτισα το σπίτι μου, το έκτισε ο άντρας μου, μόνο ωραίες στιγμές έχω ζήσει εκεί πέρα.  Όλες οι στιγμές της ζωής μου ήταν ενδιαφέρουσες και ωραίες, αλλά στις Σπέτσες αισθανόμουν πλήρης.  Ήταν η θάλασσα, οι αχινοί, το ψάρεμα κι αυτή η διάφανη θάλασσα, κι αυτή η λιτότης που υπάρχει στις Σπέτσες, αυτό το χώρισμα μεταξύ των σπιτιών που δεν είναι το ένα επάνω στο άλλο – τώρα πάει να γίνει – ήταν ακόμα ανοιχτά, υπήρχε χώρος.

Νέλλη: Συχνά είναι μέρες που όλα είναι διάφανα, γκρίζα στις Σπέτσες όπως πουθενά αλλού.  Πολλές φορές το απολάμβανα αυτό το πρωί, κάθοντας στη μεγάλη σου βεράντα, έχοντας μπροστά μου μισοκρυμμένες από το τοιχαλάκι τις λεμονιές, κι αριστερά κείνα τα τρία κυπαρισσάκια που δεν ξέραμε ακόμα πως θα μεγάλωναν να φράξουν σχεδόν τον ορίζοντα πάνω στη θάλασσα. . .

Ναταλία: Μου άρεζαν πάρα πολύ και τα χρώματα, αυτό το γκρίζο που λες, που είναι για μένα το χρώμα το ναυτικό, μου άρεζαν και τα πλοία, κι αυτό το γκρίζο που βάζανε γύρω απ’ τα παράθυρα, τις πόρτες. . .  αυτά τα ξερά χόρτα που ήτανε ώχρα, το λίγο χώμα πάλι ήτανε ώχρα, και το μίνιο με τα πλοία – ένα μπλε βαθύ που ήταν η θάλασσα, πολλές φορές γινότανε σαν μωβ.  Και μου άρεζε το μακρινό, που έβλεπες τα νησιά από μακριά και ήταν σα να ήταν ανασηκωμένα από τη γραμμή του ορίζοντα. . .  Αυτά ήτανε Σπέτσες για μένα.  Και εκτός απ’ όλο αυτό ήτανε μια φιλία την οποία είχαμε, θυμάσαι που ερχόσουν και καθόμασταν και κουβεντιάζαμε ώρες για τέχνη, για ζωγραφική. . .

Νέλλη: Και για άλλα πολλά, της ζωής.  Νατάκι μου ωραία τα θυμάσαι όλ’ αυτά.  Τώρα με τι ασχολείσαι;

Ναταλία: Τώρα, Νελλάκι μου, είμαι γιαγιά.

Νέλλη: Είμαστε γιαγιάδες και οι δύο. . .

Ναταλία: Λοιπόν αποφάσισα να κάνω τον Αρχιμήδη του οποίου το δός μοι πα στω και ταν γαν κινήσω με εκφράζει κι εμένα – τώρα όλα τα πράγματα είναι πολύ ρευστά και αισθάνομαι άσχημα που δεν έχω πού να σταθώ, αισθάνομαι ανασφαλής, λοιπόν θέλω να έχω και εγώ ένα λοστό γιατί μ’ αρέσει να κινάω τη γη, νομίζω ότι μπορώ να τα καταφέρω, με λίγα λόγια είμαι ένα ηφαίστειο, γι’ αυτό μ’ ενδιαφέρουν όλα τα ηφαίστεια και οι Κάβειροι. . .  Κι αποφάσισα να κάνω και τον άλλο μαθηματικό, τον Πυθαγόρα, είναι ο δεύτερος που κάνω και σκοπεύω να κάνω και τον τρίτο, αυτόν που βρήκε τη γεωμετρία, αλλά αυτόν δεν τον έχω σχηματίσει στο μυαλό μου, τους άλλους τους δύο τους έχω σχεδόν ετοιμάσει.  Δεν θα κάνω μεγάλα τα έργα, θα τα κάνω μικρά, à la cire perdue, όλα μου τα κόλπα θα τα βάλω μέσα, ό,τι μ’ ενδιαφέρει, ό,τι αγαπώ, γιατί μόνον έτσι μπορώ να εκφραστώ καλά, όταν αγαπώ κάτι, τότε πετυχαίνω.

 

<< Μιλούν για την Ναταλία ||  Άγγελος Δεληβορριάς >>

   

Όροι Χρήσης